μαγνησιακός

μαγνησιακός
η , ό[ν]
1) магниевый, содержащий магний; 2) магнезиальный, содержащий магнезию

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μαγνησιακός" в других словарях:

  • μαγνησιακός — μαγνησιακός, ή, ό και μαγνησιούχος, α, ο που περιέχει μαγνήσιο: Μαγνησιούχα πετρώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγνησιακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγνησία ή στο μαγνήσιο 2. αυτός που περιέχει μαγνήσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. που αναφέρεται στο μαγνήσιο μαρτυρείται από το 1840 στο περιοδικό Ευρωπαϊκός Ερανιστής] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»